Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

ένα σκληρό φιλί για καληνύχτα

Κοιτάχτηκε για πολλοστή φορά στον καθρέφτη της , έφτιαξε μια τούφα που έπεφτε στο πρόσωπό της , και διόρθωσε λίγο το κραγιόν της. Είχε κιόλας αργήσει περίπου μισή ώρα. 
Πανικόβλητη μάζεψε όπως όπως τα πράγματά της στην πρώτη τσάντα που βρήκε μπροστά της και λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της είχε αποφασίσει να δώσει μια ευκαιρία.

Τρέκλισε πάνω στα ψηλοτάκουνα της , τα οποία και ποτέ δεν μπόρεσε να υποστηρίξει αξιοπρεπώς. Είχε και εκείνη την αφόρητη αποπνικτική αυγουστιάτικη ζέστη , που κάνει τα πάντα γύρω να φαντάζουν κίτρινα και θαμπά. Σήκωσε τα μαλλιά της στο άχαρο κλασσικό κοτσάκι που αγαπάει να μισεί. Τζάμπα η δίωρη προετοιμασία. Λεωφορείο, ακουστικά, μουσική. Το μυαλό αλλού και είχε ήδη αργήσει.


Αυτός την περίμενε εκεί. Γοητευτικός με το λευκό του πουκάμισο και ένα μειδίαμα ανακριβές .
Τον πλησίασε και η αμηχανία ξαφνικά έπνιξε τον χώρο. Μια άβολη χειραψία τους έβγαλε για λίγο από την δύσκολη θέση καθώς πάσχιζαν να βρουν ένα θέμα συζήτησης. Τελικά ξεκίνησε αυτή.
-Εγώ θέλω καφέ . Δεν έχω πιει από το πρωί και είμαι άυπνη. 
Την στιγμή που ξεστόμισε τις λέξεις   συνειδητοποίησε πόσο άσχημα και παγωμένα μίλησε. Ντράπηκε για λίγο μα η απάντηση του ήταν ανέλπιστα ευγενική.
-Ότι θέλεις. Ξέρω ένα πολύ καλό εδώ ένα στενό πιο κάτω... 
 ....
Καφές, τσιγάρο αλλαγή σκηνικού μα η αμηχανία ανέπαφη. 
Πως γίνεται δυο άνθρωποι που έχουν έρθει τόσο κοντά να είναι ανίκανοι να ξεκινήσουν μια συζήτηση?
Άχαρες προσπάθειες για σινεμά θέατρο και καλοκαίρια... Μα το μυαλό αλλού.

-Ξέρεις κάτι ρε συ Γ?  
Της είπε κάποια στιγμή φανερά απογοητευμένος.
Δεν έχει σημασία τι θα σου πω ούτε πόσο καλά θα το παίξω ακόμα κι αν γίνω ο πιο ενδιαφέρον τύπος και σε πάω στο καλύτερο μαγαζί. Γιατί πολύ απλά η ευκαιρία που μου δίνεις είναι σκάρτη. 
Και όσο θα κλείνεις ανθρώπους απ'έξω γιατί έχεις στο μυαλό σου αυτό το γαμημένο το ''άλλο''  θα κλείνεις μαζί τους και μικρές αναπάντεχες εκπλήξεις.
Το μόνο που θέλω είναι να με αφήσεις να σε διαβάσω λίγο παραπάνω.. Και που ξέρεις... 

Σκάλωσε. Είχαν εκεί δυο ώρες και πρώτη φορά τον άκουγε πραγματικά. Πρώτη φορά μετά από καιρό το μυαλό της σταμάτησε να συγκρίνει παίζοντας σκηνές απο παλιές ιστορίες.
Παρ'όλα αυτά το μόνο που κατόρθωσε να πεί ήταν...
-Πάμε σπίτι. Είμαι κουρασμένη κι εσύ από ταξίδι. Δεν έχει νόημα.

Η διαδρομή από το κέντρο στο σπίτι της δεν της είχε φανεί ποτέ τόσο μακρινή. Που και που τον κρυφοκοιτούσε καθώς αφήνανε πίσω την πόλη στο ηλιοβασίλεμα.. 
Εκείνος σαν από πέτρα κοιτούσε με προσήλωση τον δρόμο με μόνη διακοπή την τζούρα απτο τσιγάρο του.
-Φτάσαμε , της είπε κρύα και απότομα. Δεν έπρεπε να έρθω τελικά σήμερα της είπε και έκανε να ανοίξει την πόρτα της.
 Ξαφνικά την κυρίευσε θυμός. Τράβηξε την πόρτα βίαια στην θέση της  και γύρισε προς το μέρος του.
-Ναι ίσως και να μην έπρεπε, του είπε και απόρησε με τον εαυτό της που το ξεστόμισε.
Αν περιμένεις εγγυήσεις και υποσχέσεις, δεν έχω να σου δώσω. Ούτε θα είμαι αυτή που θα σε πάρει για καληνύχτα. Θα είμαι αυτή που θα εξαφανίζεται, που δεν θα απαντάει ,που δεν θα ξέρεις ή δεν θα μπορείς να καταλάβεις τι σκέφτεται και τί θέλει. Αυτή είμαι και δεν ξέρω αν θέλω να αλλάξω.
Αυτό είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρεις εσύ. 

Ακολούθησε μια σιωπή. 
-Με τα χίλια .
Την φίλησε. Αλλά όχι ρομαντικά και τρυφερά. Ένα φιλί όλο ένταση και πάθος , σαν να ήταν το τελευταίο τους , και ήθελαν να ρουφήξουν κάθε ίχνος του.
Τον φίλησε κι αυτή.  Και ήταν εκεί με όλο της το σώμα, χωρίς δεύτερες σκέψεις ,χωρίς φόβο, χωρίς σκηνές από παλιές ιστορίες. 
... Το πάμε μαζι κι όπου βγει?

-Καληνύχτα απάντησε με ένα μικρό χαμόγελο μα βγαίνοντας από το αυτοκίνητο ήξερε ότι είχε δώσει ήδη μια ευκαιρία σε αυτό το φιλί.