Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

καθρέφτης.

Σηκώθηκε και περπάτησε λίγο στο άδειο σπίτι.
Δεν μπορούσε να διευκρινίσει αν ήταν αργά αν είχε νυχτώσει ή αν κόντευε πια να χαράξει.
Τα παντζούρια ήταν κλειστά και το ρολόι στον τοίχο της πολύ ψηλά για να σηκώσει το βλέμμα.

Σύρθηκε μέχρι τον κοντινότερο καθρέφτη.
Ήταν τόσο κουρασμένη, και τα μάτια της βαριά και άδεια.

Ξαφνικά το είδωλό της χαμογελούσε απέναντι της.
Τρόμαξε λίγο και άγγιξε τα χείλη της να νοιώσει την κίνηση στο πρόσωπό της.
Μα η αντανάκλαση δεν ακολούθησε , μόνο έμεινε εκεί να χαμογελάει ζοφερά με μια  ηδονική ευχαρίστηση .

-Γιατί με φοβάσαι τόσο πολύ,
της αποκρίθηκε τελικά.
Εκείνη πάγωσε.
Έτριψε για λίγο τα μάτια της, όνειρο είναι, σκέφτηκε, δεν μπορεί δεν είναι αλήθεια.

Μα το είδωλο έμεινε εκεί, απαθές στον τρόμο που προκαλούσε.
Ξαναρώτησε με σταθερή φωνή ,λίγο πιο επιτακτική αυτή την φορά.

-λοιπόν?
Γιατί με φοβάσαι?

-Φύγε, του φώναξε εκείνη , αποφασισμένη πως αν ήταν όνειρο, δεν θα το άφηνε να νικήσει.
Μα εκείνο αντί να σωπάσει, μίλησε πια με σιγουριά λες και απο καιρό το είχε σχεδιάσει.
- Πάντα αυτό έκανες. Μια ζωή έφευγες τρέχοντας, κι αν έμενες, πάντα το φευγιό είχες για μόνη λύση.Μα δεν σου έχει πει αλήθεια κανείς ποτέ, ανόητο κορίτσι, πως όσο γρήγορα κι αν τρέξεις, δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις από τον εαυτό σου.
Θα σε βρεί. Θα είναι εκεί και θα σε περιμένει καρτερικά σαν τα όρνια που πετούν πάνω από το ετοιμοθάνατο ζώο.
Τίποτα δεν μένει για πάντα κρυφό εξάλλου.
Κι αν εμένα τώρα τόσο πολύ φοβάσαι, είναι γιατί ποτέ δεν με κατάλαβες. Δεν κάθισες μια φορά να τα βρούμε, να μιλήσουμε γι αυτά που σε πονάνε, να σε λυτρώσω και να λυτρωθώ.
Δεν σε κατηγορώ όμως.
Άλλωστε είναι ζόρικο, να κοιτάς για πρώτη φορά αληθινά,  τον εαυτό σου στον καθρέφτη.
Κοίτα με λοιπόν που χαμογελάω, ακόμα κι αν εσύ συνέχεια με πληγώνεις.
Κοίτα με και πές μου, δεν αξίζω καθόλου πια κι εγώ μια σταγόνα απτην αγάπη σου?

Εκείνη κατέβασε τα μάτια της χαμηλά.
Δεν είχε τίποτα να πει.
φοβόταν πολύ,  έμπηγε τα νύχια της στο δέρμα σε μια μανία να ξυπνήσει μα τον ένιωθε εκεί.
Ο εαυτός της για πρώτη φορά μαζί της, την κοιτούσε, της έγνεφε να παραδοθεί έστω για λίγο σε ένα αληθινό βλέμμα.
Ξαφνικά ο χώρος γέμισε ένταση. Ξεχείλισε απτους τοίχους, αγκάλιασε κάθε χαραμάδα κι απλώθηκε πάνω της σαν πρωινή ομίχλη.
Κι όταν πια έφτασε στα μάτια της, εκείνα δάκρυσαν πονεμένα για άλλη μια φορά.
Κι έκλαψε, έκλαψε πολύ για όλα της τα λάθη μα και σωστά σφίγγοντας γροθιές γιατί ήταν μόνη.

Μα όταν  σήκωσε πια το κεφάλι, το είδωλο δάκρυζε μαζί της.
Και τότε κλάψανε μαζί γιατί βρήκαν ο ένας τον άλλον,ίσως για πρώτη φορά.