Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Το σπίτι που έζησες μια μικρή ζωή

Είναι εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες μιας μέρας, μιας οποιασδήποτε μέρας.

Πράγματα που συνήθως δεν τα παρατηρούμε καν, μα γράφουν υποσυνείδητα τη δική τους ιστορία μέσα μας.

Είναι ο τελευταίος κρύος καφές πριν πιάσουν τα πρωτοβρόχια, ή το κίτρινο φύλλο που πέφτει στα πόδια σου καθώς περπατάς.

Είναι η μέρα που τελειώνει νωρίτερα και η κουβέρτα που κατεβάζεις από το πατάρι. Κάτι καινούριο και κάτι παλιό, να μπερδεύονται για λίγο στη ζωή σου. 

Μια βόλτα στο πατρικό σου.

Εκεί που και πάλι είσαι παιδί. Που τα φώτα είναι χαμηλά και επικρατεί μια γαλήνη, λες και είναι ο χώρος προστατευμένος από ό, τι μπορεί να σε βλάψει.

Το παιδικό σου δωμάτιο έχει στοιβαγμένη σε μια καρέκλα, την τσάντα που κουβαλάει τα τσιγάρα σου, μοναδικό σημάδι πως πια έχεις μεγαλώσει.

Κάποτε εκεί κρέμονταν η πόλο σου και κουβαλούσε μέσα της τα μαθηματικά κατεύθυνσης. Το δωμάτιο παρέμεινε ίδιο, το κράτησε έτσι η μαμά σου, αυτή η ήρεμη, σχεδόν απόκοσμα θεϊκή φιγούρα που θέλησε να σου κρατήσει ανέγγιχτη τη θέση σου στο σπίτι.

Να είναι και πάλι το δικό σου σπίτι όταν αποφασίσεις να ξανάρθεις κι ας έχεις από καιρό φύγει.

Κι όταν φτάσεις στο κατώφλι, θα σε περιμένει για να σε φιλήσει αμήχανα, γιατί δε θα ξέρει αν θέλεις πολλές οικειότητες. Φοβάται μην κάνει το παραμικρό λαθάκι κι εσύ τραβηχτείς, γιατί της φτάνει που ήρθες για μια μέρα.

Θα έχει μαγειρέψει για δέκα κι ας είστε μόνο τέσσερις. Απ' τη χαρά της το έκανε, μην την κακοχαρακτηρίσεις. 

Θα τρώτε στο τραπέζι κι εκείνη θα σηκωθεί όπως πάντα, να μαζέψει τα πιάτα κρυφοκοιτώντας την οικογένειά της να λέει αστεία, να γελάει για τα μικρά, τα απλά. Θα χαμογελάει κι εσύ θα την κοροιδεύεις γι αυτό, μα δε θα σου αποκαλύπτει τίποτα.

Θα σε αφήνει να την πειράζεις, θα είναι εκείνη ο σάκος του μποξ για σένα, να βγάλεις πάνω της όλη σου την μαυρίλα κι εκείνη να την ξορκίσει με μια κούπα ζεστό καφέ.

Το μεσημέρι θα κλέψεις την τηλεόραση, όπως όταν ήσουν τρίτη λυκείου και έβλεπες φιλαράκια πριν πας για διάβασμα. Οι υπόλοιποι θα κοιμούνται και θα είναι όλα τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια. 

Κι εσύ θα παλεύεις ανάμεσα στον ενήλικο εαυτό σου, που πάντα βιαζόσουν να συναντήσεις και τώρα θες για λίγο να κάνεις στην άκρη.

Είναι το πατρικό σπίτι που σε γεμίζει ασφάλεια. Οι κουβέρτα στην άκρη του καναπέ και τα γεμάτα πράγματα ντουλάπια. 

Είσαι εσύ που για λίγο δε θες να είσαι ανεξάρτητος, μα ένα παιδί που το σκεπάζουν για καληνύχτα.

Είναι η μελαγχολία όλων αυτών που πέρασαν και χάθηκαν για να έρθουν υπέροχα καινούρια πράγματα και ανθρώποι. 

Όσο κι αν βιαζόσουν να ξεφορτωθείς τον γνωστό δρόμο της επιστροφής, πάντα θα θέλεις να τον περπατήσεις ακόμα μια φορά.

Θα σε περιμένει μια ζεστή αγκαλιά στην πόρτα και μια παιδικότητα για να κρατήσεις. 

Μέχρι και πάλι να μεγαλώσεις φεύγοντας, ανοίγοντας την τσάντα σου να βρεις ένα τσιγάρο.