Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Για μια στιγμή να φύγω

Δεν έχω θελήσει ποτέ ξανά στην ζωή μου τόσο απελπισμένα μια φυγή.
Άτακτη και στα κλεφτά, στις μύτες των ποδιών, μην το μυριστούν οι υποχρεώσεις και με κλειδώσουν πάλι στο κλουβί μου.

Και ξέρεις ποιο είναι το οξύμωρο;
Πάντα τους δίκαζα αυτούς που έφευγαν.
Η ετυμηγορία μου αμείλικτη.
Δειλοί και φυγόπονοι έγραφε το χαρτί μου.
Και ποινή μου, η άπλετη περιφρόνηση.

Για δέστε τώρα μιαν αναμάρτητη που θέλει να ταχτεί με τους φυγάδες.
Με αυτούς που τα παράτησαν γιατί το πολύ έγινε ξαφνικά ανυπόφορο.

Ναι να φύγω, μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ.
Λες και έχει κατακλύσει το μυαλό μου μια παρανοϊκή μανία καταδίωξης.
Και οι τοίχοι κλείνουν, στενεύουν τα όρια και οι αναπνοές βγαίνουν κοφτές και δύσκολες.

Ένα λεπτό ήθελα μόνο, απόλυτης ηρεμίας.
Με τα φώτα κλειστά και τον υπολογιστή μου θρύψαλα στο πάτωμα.
Το κινητό απενεργοποιημένο, να μην ξαναχτυπήσει η κλήση της πραγματικότητας.
Μα υπάρχουν εκκρεμότητες και εξελίξεις που τρέχουν, κι εσύ έχεις υποχρεώσεις.

Δεν την γουστάρω αυτή την λέξη. Κρύβει μια πλαστική σοβαροφάνεια κι εγώ είμαι ανώριμη και μικρή για όλα τα μεγάλα.

Μετά πεισμώνω, και λέω πως θα τα καταφέρω, γιατί μόνο έτσι πρέπει να γίνεται.
Κάνω ένα βήμα μπροστά, και στέκομαι να με θαυμάσω.
"Για δες", δεν πέσαμε ακόμη γκρινιάζω στον βουρκωμένο μου εαυτό.
Μετά λυγίζω, σπάω σαν να μην υπάρχει δύναμη να με κρατήσει.
Και τότε γράφω. Γράφω ασύνδετα, ωμά.
Προσθέτω κι άλλο ένα ρούχο στην βαλίτσα.

Αυτή τη βαλίτσα που όλο λέει να ταξιδέψει, μα τελικά μένει να σκονίζεται στους ίδιους τέσσερις τοίχους.
Δεν έφυγα ούτε απόψε.
Ίσως αύριο.










Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

το μπαλκόνι του τρίτου

Είναι ένα μικρό μπαλκονάκι.
Από εκείνα τα παλιά, τα άχαρα με το φτηνό μωσαϊκό και τα μαρμάρινα σοβατεπιά.
Δυο καρέκλες στην σειρά, δεν τις χωράει.
Δεν την θέλει την σειρά τούτο το μπαλκονάκι. Μονές καρέκλες, τραπέζι ένα.
Μικρό και παλιό, φθαρμένο από το πέρασμα του χρόνου.

Αν στρίψεις από Πυλαίας, εκεί στο στενό της κάτω τούμπας, θα το δεις να απλώνεται στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας.
Που και που τα βράδια, όταν δεν το καίει ο μεσημεριανός ήλιος, το περπατάει μια κοπέλα.
Κάθεται σε μια καρέκλα, καπνίζει και κοιτάει τους περαστικούς. 
Περιμένει ένα τηλέφωνο, που ποτέ δεν θα χτυπήσει ή ένα σώμα να γεμίσει την απέναντι καρέκλα.
Μα ποτέ δεν έρχεται.
Εκείνη εκεί, καπνίζει και περιμένει.
Δεν ξέρει ούτε η ίδια τι στα κομμάτια.

Καμιά φορά, νομίζει πως οι τοίχοι της μιλάνε, μέσα στην απόκοσμη παράνοιά της.
"Τι το ζαλίζεις πέρα δώθε σκάβοντας τα πατώματα;"
Μήπως μέσα στην τρέλα σου νομίζεις, ανόητη, πως θα 'ρθει η λύση σε μια ακόμα γύρα;

Στέκεται τότε λιγάκι, να τινάξει την στάχτη της, να έρθει στα λογικά της.
Σκαλίζει τότε τον χώρο με το βλέμμα της, να θυμηθεί τις γωνιές που αγάπησε αυτά τα τρία χρόνια.
Σημάδια παρουσίας, γλύφουν τα μωσαϊκά του.
Να όπως εκεί, που έκλαψε κάποτε με λυγμούς για μια αγάπη σκάρτη, στα χέρια ενός φίλου που πια δεν λένε ούτε γεια.
Ή εκεί, μετά την γωνία που κάνει η δομή του, που κάθισε στο πάτωμα, να αγκαλιάσει μια φίλη που μεθυσμένη, βουτούσε στο κενό για έρωτες και χαμένες ευκαιρίες.
Ξύδια και καφέδες, συζητήσεις ατελείωτες, χημείες και αλχημείες, σημεία και τέρατα είχε να δείξει αυτό το μικρό άσχημο μπαλκονάκι του τρίτου ορόφου.
Λύση δεν βρέθηκε ίσως ποτέ, μα πάντα, πάντα περίμενε το επόμενο ξέσπασμα.

Να όπως και σήμερα. Οι τοίχοι κλείνανε ασφυκτικά γύρω της, πνιγόταν ξαφνικά από το λίγο φως και οξυγόνο, και βγήκε να κάτσει στην καρέκλα της.
''πάλι εδώ'', ψιθύρισε  ανάβοντας το τσιγάρο.
Μα τώρα δεν περίμενε κανέναν.