Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Σημάδια σβησμένα

Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα μα δεν ήξερε τον λόγο.

Μπορεί να έφταιγε η τρίτη συνεχόμενη μέρα που δεν κοιμήθηκε δευτερόλεπτο, ή τα κλάματα που την έπιαναν χωρίς λόγο τις τελευταίες μέρες.
Έκανε ένα βήμα πιο κοντά, να παρατηρήσει καλύτερα το θέαμα.
Ήταν πραγματικά άσχημο.

Ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό της όμορφο, είχε άναρχο πρόσωπο γεμάτο ατέλειες και μαλλιά που γάβγιζαν μια ατελείωτη ταλαιπωρία. Τα μάτια της πλαισίωναν δυο μαύροι κύκλοι που κόντευαν να γίνουν φυσική τους προέκταση.

Μα σήμερα ήθελε να σπάσει το γυαλί σε χίλια κομμάτια, να κομματιαστεί μαζί του κάθε ασχήμια.

Ήταν τα σημάδια. Λίγο πιο κάτω απ' το λαιμό της, χαράχτηκαν δυο γρατσουνιές κι άλλη μια πιο πέρα. Εκείνη πονούσε περισσότερο, μα όχι επειδή ήταν πιο βαθιά.

Επειδή έγινε τελευταία, έκρυβε την θέληση του δημιουργού της να προκαλέσει πόνο.

Πιο κάτω τα δυο της χέρια είχαν μαύρα σημάδια, πεταμένα άναρχα σε όλη τους την έκταση.
Πήρε τα δάχτυλά της και τα τοποθέτησε ένα προς ένα πάνω στα σημάδια. Ταίριαζαν απόλυτα, λες και τα είχε προκαλέσει μόνη της.

Μετά με μια κίνηση σχεδόν ψυχοθεραπευτική, τα πέρασε γύρω από τους ώμους της, αγκάλιασε τον εαυτό της, μιας και δεν ήταν κάποιος άλλος εκεί για να το κάνει.

Κι έκλαψε, γιατί δεν χρειαζόταν να προσποιηθεί την δυνατή.
Έκλαψε γιατί πονούσε το δέρμα της, μα όχι επιφανειακά. Πιο μέσα λες και οι μελανιές κατάφεραν να βρουν τρόπο να τρυπώσουν σε φόβους που δεν ήξερε πως είχε.
Έκλαψε για την αγάπη που τόσο εύκολα γίνεται μίσος σε ένα και μόνο δευτερόλεπτο.

Έκλαψε γιατί φοβόταν.
Εκείνη που τα δικά της χέρια είχαν προκαλέσει τα δικά τους σημάδια, σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
Εκείνη που ήθελε να το ξεχάσει, μα το σώμα της δεν την άφηνε, με ένα παράπονο για να το αγαπήσει λίγο περισσότερο.

Ξάπλωσε στο ξύλινο πάτωμα και έκλεισε τα μάτια της.
Το σώμα της πονούσε μα δεν σταμάτησε να το παρασέρνει σε μια κίνηση που έμοιαζε σα να χορεύει.
"Μαζί θα σε γιατρέψουμε", του είπε κι εκείνο σαν να το άκουσε, σταμάτησε να υποφέρει.

"Μαζί θα ξαναζωντανέψουμε", του είπε πια πιο θαρρετά και το πρώτο σημάδι ήδη είχε αρχίσει να ξεθωριάζει.





Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Το σπίτι που έζησες μια μικρή ζωή

Είναι εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες μιας μέρας, μιας οποιασδήποτε μέρας.

Πράγματα που συνήθως δεν τα παρατηρούμε καν, μα γράφουν υποσυνείδητα τη δική τους ιστορία μέσα μας.

Είναι ο τελευταίος κρύος καφές πριν πιάσουν τα πρωτοβρόχια, ή το κίτρινο φύλλο που πέφτει στα πόδια σου καθώς περπατάς.

Είναι η μέρα που τελειώνει νωρίτερα και η κουβέρτα που κατεβάζεις από το πατάρι. Κάτι καινούριο και κάτι παλιό, να μπερδεύονται για λίγο στη ζωή σου. 

Μια βόλτα στο πατρικό σου.

Εκεί που και πάλι είσαι παιδί. Που τα φώτα είναι χαμηλά και επικρατεί μια γαλήνη, λες και είναι ο χώρος προστατευμένος από ό, τι μπορεί να σε βλάψει.

Το παιδικό σου δωμάτιο έχει στοιβαγμένη σε μια καρέκλα, την τσάντα που κουβαλάει τα τσιγάρα σου, μοναδικό σημάδι πως πια έχεις μεγαλώσει.

Κάποτε εκεί κρέμονταν η πόλο σου και κουβαλούσε μέσα της τα μαθηματικά κατεύθυνσης. Το δωμάτιο παρέμεινε ίδιο, το κράτησε έτσι η μαμά σου, αυτή η ήρεμη, σχεδόν απόκοσμα θεϊκή φιγούρα που θέλησε να σου κρατήσει ανέγγιχτη τη θέση σου στο σπίτι.

Να είναι και πάλι το δικό σου σπίτι όταν αποφασίσεις να ξανάρθεις κι ας έχεις από καιρό φύγει.

Κι όταν φτάσεις στο κατώφλι, θα σε περιμένει για να σε φιλήσει αμήχανα, γιατί δε θα ξέρει αν θέλεις πολλές οικειότητες. Φοβάται μην κάνει το παραμικρό λαθάκι κι εσύ τραβηχτείς, γιατί της φτάνει που ήρθες για μια μέρα.

Θα έχει μαγειρέψει για δέκα κι ας είστε μόνο τέσσερις. Απ' τη χαρά της το έκανε, μην την κακοχαρακτηρίσεις. 

Θα τρώτε στο τραπέζι κι εκείνη θα σηκωθεί όπως πάντα, να μαζέψει τα πιάτα κρυφοκοιτώντας την οικογένειά της να λέει αστεία, να γελάει για τα μικρά, τα απλά. Θα χαμογελάει κι εσύ θα την κοροιδεύεις γι αυτό, μα δε θα σου αποκαλύπτει τίποτα.

Θα σε αφήνει να την πειράζεις, θα είναι εκείνη ο σάκος του μποξ για σένα, να βγάλεις πάνω της όλη σου την μαυρίλα κι εκείνη να την ξορκίσει με μια κούπα ζεστό καφέ.

Το μεσημέρι θα κλέψεις την τηλεόραση, όπως όταν ήσουν τρίτη λυκείου και έβλεπες φιλαράκια πριν πας για διάβασμα. Οι υπόλοιποι θα κοιμούνται και θα είναι όλα τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια. 

Κι εσύ θα παλεύεις ανάμεσα στον ενήλικο εαυτό σου, που πάντα βιαζόσουν να συναντήσεις και τώρα θες για λίγο να κάνεις στην άκρη.

Είναι το πατρικό σπίτι που σε γεμίζει ασφάλεια. Οι κουβέρτα στην άκρη του καναπέ και τα γεμάτα πράγματα ντουλάπια. 

Είσαι εσύ που για λίγο δε θες να είσαι ανεξάρτητος, μα ένα παιδί που το σκεπάζουν για καληνύχτα.

Είναι η μελαγχολία όλων αυτών που πέρασαν και χάθηκαν για να έρθουν υπέροχα καινούρια πράγματα και ανθρώποι. 

Όσο κι αν βιαζόσουν να ξεφορτωθείς τον γνωστό δρόμο της επιστροφής, πάντα θα θέλεις να τον περπατήσεις ακόμα μια φορά.

Θα σε περιμένει μια ζεστή αγκαλιά στην πόρτα και μια παιδικότητα για να κρατήσεις. 

Μέχρι και πάλι να μεγαλώσεις φεύγοντας, ανοίγοντας την τσάντα σου να βρεις ένα τσιγάρο.



Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Για μια στιγμή να φύγω

Δεν έχω θελήσει ποτέ ξανά στην ζωή μου τόσο απελπισμένα μια φυγή.
Άτακτη και στα κλεφτά, στις μύτες των ποδιών, μην το μυριστούν οι υποχρεώσεις και με κλειδώσουν πάλι στο κλουβί μου.

Και ξέρεις ποιο είναι το οξύμωρο;
Πάντα τους δίκαζα αυτούς που έφευγαν.
Η ετυμηγορία μου αμείλικτη.
Δειλοί και φυγόπονοι έγραφε το χαρτί μου.
Και ποινή μου, η άπλετη περιφρόνηση.

Για δέστε τώρα μιαν αναμάρτητη που θέλει να ταχτεί με τους φυγάδες.
Με αυτούς που τα παράτησαν γιατί το πολύ έγινε ξαφνικά ανυπόφορο.

Ναι να φύγω, μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ.
Λες και έχει κατακλύσει το μυαλό μου μια παρανοϊκή μανία καταδίωξης.
Και οι τοίχοι κλείνουν, στενεύουν τα όρια και οι αναπνοές βγαίνουν κοφτές και δύσκολες.

Ένα λεπτό ήθελα μόνο, απόλυτης ηρεμίας.
Με τα φώτα κλειστά και τον υπολογιστή μου θρύψαλα στο πάτωμα.
Το κινητό απενεργοποιημένο, να μην ξαναχτυπήσει η κλήση της πραγματικότητας.
Μα υπάρχουν εκκρεμότητες και εξελίξεις που τρέχουν, κι εσύ έχεις υποχρεώσεις.

Δεν την γουστάρω αυτή την λέξη. Κρύβει μια πλαστική σοβαροφάνεια κι εγώ είμαι ανώριμη και μικρή για όλα τα μεγάλα.

Μετά πεισμώνω, και λέω πως θα τα καταφέρω, γιατί μόνο έτσι πρέπει να γίνεται.
Κάνω ένα βήμα μπροστά, και στέκομαι να με θαυμάσω.
"Για δες", δεν πέσαμε ακόμη γκρινιάζω στον βουρκωμένο μου εαυτό.
Μετά λυγίζω, σπάω σαν να μην υπάρχει δύναμη να με κρατήσει.
Και τότε γράφω. Γράφω ασύνδετα, ωμά.
Προσθέτω κι άλλο ένα ρούχο στην βαλίτσα.

Αυτή τη βαλίτσα που όλο λέει να ταξιδέψει, μα τελικά μένει να σκονίζεται στους ίδιους τέσσερις τοίχους.
Δεν έφυγα ούτε απόψε.
Ίσως αύριο.










Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

το μπαλκόνι του τρίτου

Είναι ένα μικρό μπαλκονάκι.
Από εκείνα τα παλιά, τα άχαρα με το φτηνό μωσαϊκό και τα μαρμάρινα σοβατεπιά.
Δυο καρέκλες στην σειρά, δεν τις χωράει.
Δεν την θέλει την σειρά τούτο το μπαλκονάκι. Μονές καρέκλες, τραπέζι ένα.
Μικρό και παλιό, φθαρμένο από το πέρασμα του χρόνου.

Αν στρίψεις από Πυλαίας, εκεί στο στενό της κάτω τούμπας, θα το δεις να απλώνεται στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας.
Που και που τα βράδια, όταν δεν το καίει ο μεσημεριανός ήλιος, το περπατάει μια κοπέλα.
Κάθεται σε μια καρέκλα, καπνίζει και κοιτάει τους περαστικούς. 
Περιμένει ένα τηλέφωνο, που ποτέ δεν θα χτυπήσει ή ένα σώμα να γεμίσει την απέναντι καρέκλα.
Μα ποτέ δεν έρχεται.
Εκείνη εκεί, καπνίζει και περιμένει.
Δεν ξέρει ούτε η ίδια τι στα κομμάτια.

Καμιά φορά, νομίζει πως οι τοίχοι της μιλάνε, μέσα στην απόκοσμη παράνοιά της.
"Τι το ζαλίζεις πέρα δώθε σκάβοντας τα πατώματα;"
Μήπως μέσα στην τρέλα σου νομίζεις, ανόητη, πως θα 'ρθει η λύση σε μια ακόμα γύρα;

Στέκεται τότε λιγάκι, να τινάξει την στάχτη της, να έρθει στα λογικά της.
Σκαλίζει τότε τον χώρο με το βλέμμα της, να θυμηθεί τις γωνιές που αγάπησε αυτά τα τρία χρόνια.
Σημάδια παρουσίας, γλύφουν τα μωσαϊκά του.
Να όπως εκεί, που έκλαψε κάποτε με λυγμούς για μια αγάπη σκάρτη, στα χέρια ενός φίλου που πια δεν λένε ούτε γεια.
Ή εκεί, μετά την γωνία που κάνει η δομή του, που κάθισε στο πάτωμα, να αγκαλιάσει μια φίλη που μεθυσμένη, βουτούσε στο κενό για έρωτες και χαμένες ευκαιρίες.
Ξύδια και καφέδες, συζητήσεις ατελείωτες, χημείες και αλχημείες, σημεία και τέρατα είχε να δείξει αυτό το μικρό άσχημο μπαλκονάκι του τρίτου ορόφου.
Λύση δεν βρέθηκε ίσως ποτέ, μα πάντα, πάντα περίμενε το επόμενο ξέσπασμα.

Να όπως και σήμερα. Οι τοίχοι κλείνανε ασφυκτικά γύρω της, πνιγόταν ξαφνικά από το λίγο φως και οξυγόνο, και βγήκε να κάτσει στην καρέκλα της.
''πάλι εδώ'', ψιθύρισε  ανάβοντας το τσιγάρο.
Μα τώρα δεν περίμενε κανέναν.
 


Κυριακή 6 Απριλίου 2014

σχεδόν αγάπη

Είναι αυτό το γαμώτο της αποτυχίας.
Αυτό το γαμημένο -ποτέ δεν τα κατάφερα-

Δεν είναι θυμός, όχι θα το διέκρινα.
Παράπονο περισσότερο. Και απορία.

Γιατί όχι εγώ.
Γιατί να μην είναι εύκολο.
Δεν είναι δα και απαίτηση τρομερή
κάποιος μια φορά ξεκάθαρα να σε διεκδικήσει .

Να ακούσεις έστω μια φορά,
Είσαι εσύ. Εσύ και μόνο.

Ίσως να είμαι πολύ περίπλοκη για κάτι τόσο ξεκάθαρο.
Ίσως και να μην το αξίζω.
Βλέπω τους ανθρώπους γύρω μου να προχωράνε


Κι εγώ κολλημένη εκεί σε ένα θολό και ξένο περιβαλλον.
Στο περίπου όλα.
Και σχέσεις και αγάπες και ενδιαφέρον όλα στο σχεδόν.
Σχεδόν μ'αγαπούν, σχεδόν νοιάζονται, σχεδόν προσπαθούν.
Κι εγώ σχεδόν αντιδράω.
Σχεδόν αναπνέω.


Δεν θέλω οι άνθρωποι που αγάπησα αχάριστη να με πούνε.
Ούτε και θέλω προφανώς αισθήματα να πληγώσω.
Μα την αγάπη όλοι μας, την λαχταράμε με το δικό μας χρώμα

Και η δική μου έμεινε δυο αποχρώσεις σκουρότερη.
Να αυτό μου λείπει τελικά
Λίγο λευκό
Να τα ανακατέψω.


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

4+1 κανόνες αισιοδοξίας

1.
Αξίωμα θεμελιώδες.
Η ζωή είναι μεγάλο καριολάκι και έχει βαλθεί να μας τρελάνει.
ΑΡΑΞΕ.
Όχι όπως λέμε λιώσε.
Κλείσε για λίγο τα μάτια, ξάπλωσε στα πόδια του φίλου σου που κάθεται δίπλα και γκρινιάζει για την μέρα του που ήταν γαμήσι, και κλείστα όλα απέξω.
Προβλήματα, έρωτες, χημείες και αλχημείες, όλα εκτός. Μόνο ήλιος, καφές και τσιγάρα.

2.
Μην κοιμάσαι.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ο μεγάλης διάρκειας ύπνος και η συνεχής κούραση είναι σημάδι κατάθλιψης , λένε οι ψυχολόγοι , κι εσύ είσαι μόνο 20.
Δεν δικαιούσαι να έχεις κατάθλιψη όσα σκατά κι αν σου συμβαίνουν.
Δεν δικαιούσαι να κοιμάσαι οταν γύρω σου η ζωή τρέχει , με τις στιγμές σου να περνάνε ξυστά απο δίπλα σου , προσπερνώντας σε υπεροπτικά.
Ζήσε την κούραση και το σερί μέχρι να νιώσεις πως από στιγμή σε στιγμή θα σπάσουν όλα σου τα κόκαλα.
Άλλωστε καμία συγκλονιστική παθιασμένη νύχτα δεν ξεκίνησε με την φράση, -προχθές που πέθανα όλη μέρα στον καναπέ μου-.

3.
κοινωνικοποιήσου.
Δεν ξέρω τι παίζει με τον ήλιο και τους ανθρώπους, αλλά όταν ανοίγει ο καιρός και η τσαχπίνα η άνοιξη σκάσει τα πρώτα λέλουδα, ανοίγουν οι καρδιές.
Ξαφνικά, δεν  την παλεύεις άλλο ακούγοντας μποφίλιου κλαίγοντας για τον πρωην ( την αποία αγαπάμε-λατρεύουμε-στηρίζουμε , μην παρεξηγηθώ).
Μην νιώθεις τύψεις που έχεις καλή διάθεση. Μπορεί να συμβαίνει σπάνια , γιατί γουστάρουμε άπειρα τα τελειωμένα δράματα, αλλά συμβαίνει.
Απόλαυσε το λοιπόν, μοιράζοντας χαμόγελα σε ανθρώπους που σου προσφέρουν νέες ευκαιρίες.
Είναι τζάμπα, είναι μεταδοτικό, είναι πολύ όμορφο.

4.
Κάνε κάτι καινούριο.
Κάτι που φοβάσαι, κάτι που ποτέ δεν τόλμησες ή κάτι που βαριόσουν πολύ να δοκιμάσεις.
Θυμάσαι εκείνο το  μπαράκι που όλο λέγατε να πάτε και πάντα καταλήγετε στο ίδιο μαγαζί πίνοντας ''το συνηθισμένο''?
Ή εκείνον τον γκόμενο που σε κόζαρε άσχημα , μα ποτέ δεν πήγες να του μιλήσεις , γιατί το μαλλί δεν ήταν τέλεια φτιαγμένο ή δεν πίστεψες ποτέ οτι ΝΑΙ ΡΕ ΦΙΛΕ κοιτούσε εσένα και όχι την πίσω?
Το πιασες το νόημα.
Αν λοιπόν σε πιάσει για άλλη μια φορά η όρεξη για γκρίνια και μιζέρια (βλέπε  μποφίλιου)
γύρνα και πες στον εαυτό σου πως σήμερα θα είναι μια καινούρια μέρα.
Όχι σε στυλ χυδαίας διαφήμισης καταναλωτικού.
Μια μέρα που θα ανακαλύψεις λίγο καλύτερα, το πόσο υπέροχος είσαι εσύ και ο κόσμος που τον ταξιδεύεις.

5.
Η μαγεία είναι παντού.
Στα απλά, τα καθημερινά, σε μια βόλτα έναν παγωμένο καφέ στον λευκό, σε ένα καλοστριμμένο τσιγάρο , σε ένα παθιασμένο και αμήχανο πρώτο φιλί, σε μια σφιχτή αγκαλιά για καληνύχτα.
Κοίτα γύρω σου για μια στιγμή, και άστην να σε τυλίξει ,
Κι αν είσαι από τους τυχερούς, θα έχεις ζήσει κι εσύ για λίγο το θαύμα.
Μικρές μοναδικές, χρωματιστές στιγμές ευτυχίας, από αυτές που γράφονται τραγούδια και ομορφαίνει ο κόσμος.






Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

καθρέφτης.

Σηκώθηκε και περπάτησε λίγο στο άδειο σπίτι.
Δεν μπορούσε να διευκρινίσει αν ήταν αργά αν είχε νυχτώσει ή αν κόντευε πια να χαράξει.
Τα παντζούρια ήταν κλειστά και το ρολόι στον τοίχο της πολύ ψηλά για να σηκώσει το βλέμμα.

Σύρθηκε μέχρι τον κοντινότερο καθρέφτη.
Ήταν τόσο κουρασμένη, και τα μάτια της βαριά και άδεια.

Ξαφνικά το είδωλό της χαμογελούσε απέναντι της.
Τρόμαξε λίγο και άγγιξε τα χείλη της να νοιώσει την κίνηση στο πρόσωπό της.
Μα η αντανάκλαση δεν ακολούθησε , μόνο έμεινε εκεί να χαμογελάει ζοφερά με μια  ηδονική ευχαρίστηση .

-Γιατί με φοβάσαι τόσο πολύ,
της αποκρίθηκε τελικά.
Εκείνη πάγωσε.
Έτριψε για λίγο τα μάτια της, όνειρο είναι, σκέφτηκε, δεν μπορεί δεν είναι αλήθεια.

Μα το είδωλο έμεινε εκεί, απαθές στον τρόμο που προκαλούσε.
Ξαναρώτησε με σταθερή φωνή ,λίγο πιο επιτακτική αυτή την φορά.

-λοιπόν?
Γιατί με φοβάσαι?

-Φύγε, του φώναξε εκείνη , αποφασισμένη πως αν ήταν όνειρο, δεν θα το άφηνε να νικήσει.
Μα εκείνο αντί να σωπάσει, μίλησε πια με σιγουριά λες και απο καιρό το είχε σχεδιάσει.
- Πάντα αυτό έκανες. Μια ζωή έφευγες τρέχοντας, κι αν έμενες, πάντα το φευγιό είχες για μόνη λύση.Μα δεν σου έχει πει αλήθεια κανείς ποτέ, ανόητο κορίτσι, πως όσο γρήγορα κι αν τρέξεις, δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις από τον εαυτό σου.
Θα σε βρεί. Θα είναι εκεί και θα σε περιμένει καρτερικά σαν τα όρνια που πετούν πάνω από το ετοιμοθάνατο ζώο.
Τίποτα δεν μένει για πάντα κρυφό εξάλλου.
Κι αν εμένα τώρα τόσο πολύ φοβάσαι, είναι γιατί ποτέ δεν με κατάλαβες. Δεν κάθισες μια φορά να τα βρούμε, να μιλήσουμε γι αυτά που σε πονάνε, να σε λυτρώσω και να λυτρωθώ.
Δεν σε κατηγορώ όμως.
Άλλωστε είναι ζόρικο, να κοιτάς για πρώτη φορά αληθινά,  τον εαυτό σου στον καθρέφτη.
Κοίτα με λοιπόν που χαμογελάω, ακόμα κι αν εσύ συνέχεια με πληγώνεις.
Κοίτα με και πές μου, δεν αξίζω καθόλου πια κι εγώ μια σταγόνα απτην αγάπη σου?

Εκείνη κατέβασε τα μάτια της χαμηλά.
Δεν είχε τίποτα να πει.
φοβόταν πολύ,  έμπηγε τα νύχια της στο δέρμα σε μια μανία να ξυπνήσει μα τον ένιωθε εκεί.
Ο εαυτός της για πρώτη φορά μαζί της, την κοιτούσε, της έγνεφε να παραδοθεί έστω για λίγο σε ένα αληθινό βλέμμα.
Ξαφνικά ο χώρος γέμισε ένταση. Ξεχείλισε απτους τοίχους, αγκάλιασε κάθε χαραμάδα κι απλώθηκε πάνω της σαν πρωινή ομίχλη.
Κι όταν πια έφτασε στα μάτια της, εκείνα δάκρυσαν πονεμένα για άλλη μια φορά.
Κι έκλαψε, έκλαψε πολύ για όλα της τα λάθη μα και σωστά σφίγγοντας γροθιές γιατί ήταν μόνη.

Μα όταν  σήκωσε πια το κεφάλι, το είδωλο δάκρυζε μαζί της.
Και τότε κλάψανε μαζί γιατί βρήκαν ο ένας τον άλλον,ίσως για πρώτη φορά.




Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ό,τι κι αν γίνει

Είναι απο κείνα τα βράδια που το μυαλό δεν λέει να ηρεμήσει.
Που μετράς λέξεις και στιγμές, τις γυρνάς ξανά και ξανά σβούρα μήπως και μπεις σε μια τάξη.
Δύσκολες μέρες, ζόρικες νύχτες.

Πάντα πίστευα πως η αγάπη, αυτή η ξένη και γοητευτική έννοια, φαίνεται στην χαρά.
Τότε που η καρδια φτερουγίζει και την νιώθεις πως απο στιγμή σε στιγμή θα πετάξει έξω απο σένα.
Γιατί τότε μετράς κάποιον στις δυνάμεις ή στα ρίσκα σου.
Όταν ο εγωισμός, ο ψυχαναγκασμός για προσφορά βοήθειας ή ακόμα και η λύπηση δεν βρίσκουν θέση να κουρνιάσουν.
Άλλωστε αν το σκεφτείς οι άνθρωποι την βρίσκουν να πονάνε που και που. Το ζητάνε όπως ο εξαρτημένος την δόση του, ίσως για να σιγουρευτούν πως ακόμα  νιώθουν το οτιδήποτε έντονο.
Το φωνάζουν οι μουσικές , το ζητάνε τα τσιγάρα, το απαιτούν οι καταστάσεις.



Μα όταν αγαπάς έναν άνθρωπο αληθινά, τον αγαπάς στα δύσκολα.
Εκείνες τις στιγμές που ο εαυτός του , του φαίνεται ξένος και  η ευτυχία μοιάζει  μια μακρινή Ιθάκη που δεν μπορείς πια να θυμηθείς πως μοιάζει.
Γιατί όταν ξεχνάς να αγαπάς εσένα , είναι λυτρωτικό να έχεις έναν άνθρωπο να σου κρατήσει το χέρι και να σε αγαπήσει και για τους δυο σας.
Ίσως πάλι γιατί βρίσκεις δύναμη σε σένα που ποτέ δεν  ήξερες ότι είχες.
Δύναμη και ανάγκη να μείνεις , ακόμα κι όταν ο άλλος σου φωνάζει φύγε με όλη του την δύναμη.
Να μην προσπαθήσει να σε αλλάξει, ούτε να σε σηκώσει από το πάτωμα που αγκάλιασες γιατί δεν άντεξες άλλο να στέκεσαι περήφανα και ψεύτικα όρθιος.
Απλά να ξαπλώσει δίπλα σου, να στρίψετε ένα τσιγάρο και να ακούσετε τραγούδια.
Απο κείνα που πονάνε , μα πονάνε όμορφα, γιατί σου θυμίζουν πως η καρδιά είναι περίεργη ιστορία.
Όσα κομμάτια κι αν γίνει, πάντα μα πάντα βρίσκει τρόπους και ξανακολλάει.
Κι αν αργήσει δεν πειράζει.
Ίσως είναι ο τρόπος της να σου δείχνει πως έτσι είναι η ζωή. Μικρά σπασμένα κομματάκια που όταν ενωθούν φτιάχνουν το πιο όμορφο χάος της γης.





Και να θυμάσαι.
 Μέχρι τότε, θα σαγαπάω εγώ και για τις δυο μας




Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΑΘΟΣ

Η ώρα τρεις το ξημέρωμα Μετά από ''συζήτηση επιπέδου'' και βαρύγδουπες δηλώσεις.
Μυαλό και διάθεση προ πολλού χαμένα.

-Να έρθω για μια μπύρα; Δε θέλω να είμαι μόνος.
-Έλα.

Δυο μόνοι άνθρωποι, παρέα. Τζούρες και κουβέντες απλές και δύσκολες.

-Αν μπορούσες να αποβάλεις οποιοδήποτε συναίσθημα. τι δε θα ήθελες να νιώσεις ποτέ ξανά;
- Ποτέ ξανά.... Την αδράνεια. Αυτό το απόλυτο τίποτα, που ξεχνάς πως είναι να αντιλαμβάνεσαι οτιδήποτε έντονο. Που ξυπνάς, σέρνεσαι στη μέρα σου και μετά πέφτεις πάλι για ύπνο έχοντας κουβαλήσει μαζί σου μια κενή καθημερινότητα.

Σκάλωσα.

Περίμενα να ακούσω βαριές λέξεις, συναισθήματα που σε καταπίνουν ολόκληρο και χάνεσαι στη δίνη τους.
Περίμενα να ακούσω για πόνο και μιζέρια, από αυτόν που εύχεσαι να σε βρει μια σφαίρα στο κεφάλι να τελειώνεις.
Περίμενα να ακούσω για έρωτες μονόπλευρους, για μοναξιά και ζήλια μιας ζωής που δε γουστάρεις, μα αφήνεσαι να ζήσεις.

Το απόλυτο τίποτα λοιπόν. Αυτό που τόσο συχνά επιδιώκουμε να σφιχταγκαλιάσουμε μέσα από θωλά νερά και περίεργα τσιγάρα Μέσα από θορύβους και συναναστροφές που δε σε αφήνουν να σκεφτείς και απλά περπατάς ασυναίσθητα σε μια διαδρομή άλλης μιας αδιάφορης μέρας.

Αν το σκεφτείς, η ηρεμία είναι υπερεκτιμημένη λέξη.
Θέλουμε και ψάχνουμε πράγματα απλά, έννοιες καθαρές και πρωτόγονες, να έχουμε να πορευόμαστε με σιγουριά.

Κάποιον να μας αγαπάει, κάποιον να μας προσέχει, ένα φίλο που θα περάσει τα τείχη που θα υψώσουμε για να είμαστε ''σίγουροι'' και βέβαιοι πως δε θα φύγει νύχτα, μια δουλίτσα και μια ζωούλα στρωτή και καθαρή.

Σιγουριά, τάξη κι ασφάλεια, ετών 20. Κι αν δεν κάτσει το λαχείο, επόμενη στάση η μοναξιά.

Μα αν δε νιώσεις την ένταση να σου τρυπάει τα κόκαλα, αν δεν ξεφύγεις από κάθε μέτρο και μετριότητα, αν δεν ξεπεράσεις τα όρια σου, αν δεν πληγωθείς και δεν επενδύσεις ξανά και ξανά σε στιγμές και ανθρώπους, αν δεν κοπεί η ανάσα σου από θυμό, έρωτα και έξαψη, πως θα μάθεις στην καρδιά σου να χτυπάει;

Να χτυπάει δυνατά και περίεργα, να φτιάξει μια μουσική δική σου, μελωδία δίχως στίχους.
Κι εκεί πάνω, να πας και να χαράξεις αναμνήσεις, φτιάχνοντας έτσι το τραγούδι σου.

Μόνο, κοίταξε να το φτιάξεις όμορφο.
Θα σε ακολουθεί για μια ζωή.