Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

αλκυονίδες... σκέψεις

Πολύ γουστάρω αυτές τις μέρες που όλα μοιάζουν με ταινία του 60.
Οκτώβρης μήνας, με γλυκιά λιακάδα και μισάνοιχτα παράθυρα.
Είναι απο αυτές τις μέρες που επιτρέπεις στον εαυτό σου να κυκλοφορεί με ένα χαμόγελο σχεδόν ανησυχητικό για την κατήφεια του μίζερου κόσμου που έχουμε συνηθίσει να ξενερώνουμε μέσα του.
Ο καφές σου έχει βαρύτερη μυρωδιά ,πιο γλυκιά γεύση απ'ότι συνήθως και το τσιγάρο κατεβαίνει με την ευχαρίστηση μιας πρωινής τζούρας.

Ωραία μέρα να ερωτευτείς, σκέφτηκα μα το κράτησα για τον εαυτό μου, μην μου το κλέψει ο κυνισμός μιας συνηθισμένης Παρασκευής.
Αντί γι αυτό ψευτοτραγούδησα κάτι ρομαντικά σαχλά στιχάκια σε έναν φίλο κι εκείνος σαν απο ένστικτο με τράβηξε πιο κει για να μου πει για την γυαλάδα των ματιών του.

Μα την ξέρω αυτήν την γυαλάδα.
Είναι αυτό που οι αναπνοές μικραίνουν, σώνονται γιατί η καρδιά χτυπάει άρρυθμα .
Είναι αυτό που θες να πεις για το κάθε λεπτό την κάθε μικρή στιγμούλα ευτυχίας που έζησες ''εκείνο'' το βράδυ...
Κι αν δεν πεις τελικά, γιατί ο κόμπος στον λαιμό λίγο μεγάλωσε, θα το σκεφτείς, ξανά και ξανά με κάθε λεπτομέρεια με κάθε χρώμα και υφή που έχει αποτυπωθεί στην μνήμη σου.
..Εκείνη την βόλτα, και τον αέρα που σε τρυπούσε, μα δεν σε ένοιαζε ούτε τόσο , γιατί  είχε τα χέρια της γύρω σου, να την προστατεύεις και να σε προσέχει.
Που ξέχασες να κοιτάξεις το ρολόι σου γιατί ο γαμημένος ο χρόνος ξαφνικά έτρεχε κι εσύ ευχόσουν να παγώσεις εκεί για λίγο ακόμα,  κάνοντας το βήμα σου πιο αργό , ανεπαίσθητο.
Και δαγκωνόσουν , για να μην την τρομάξεις με όλα αυτά που είχες να της πεις γιατί είναι πολύ νωρίς ακόμα, ή και πολύ αργά ...
Μα να την κοιτάζεις όταν αυτή για λίγο αφαιρείται , και να σκέφτεσαι πόσες χαμένες μέρες είχες πριν από αυτήν την νύχτα.

Την ξέρω αυτήν την γυαλάδα... την θυμάμαι κάποτε σε κάποια άλλα μάτια.
Ίσως να ήτανε και τα δικά μου...
Όμορφη μέρα για να ερωτευτείς.
 Ξανά. Κι απ'την αρχή.

                                                    Για έναν φίλο με μάτια που γυάλιζαν.
          

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ό,τι έχετε ευχαρίστηση

Στέκονταν εκεί.
Κουλουριασμένος στην γωνιά του.
Τα ρούχα του παλιά και κουρελιασμένα, σαν να τα είχε ακουμπήσει πάνω του πριν χρόνια, και τώρα είχαν πια γίνει ένα με το σώμα του.
 Γύρω του σκόρπια πράγματα, θα μπορούσε κάποιος να τα πει σκουπίδια. Μα γι αυτόν ήταν το σπίτι του. Απόψε η βραδιά ήταν ζεστή, και η κουβέρτα του αφημένη στο πλάι. Κάποιες άλλες νύχτες , τον είχα δει να τυλίγεται , να γίνεται το σώμα του ένα κουβάρι, μήπως μπορέσει να ξεγελάσει το κρύο που τον έπνιγε.

Πάντα τον προσπερνούσα. Φοβόμουν πως κάτι θα μου ζητούσε, γύριζα το βλέμμα μου αλλού και ασυναίσθητα περπατούσα πιο γρήγορα. Μα αυτός πάντα εκεί, σκυφτός, να μουρμουρίζει έναν σκοπό δικό του. Που και που σήκωνε για λίγο τα χαμένα μάτια του, και κοιτούσε αυτούς που σαν κι εμένα περνούσαν, σαν ο δρόμος εκεί να ήταν κενός, άδειος από κάθε παρουσία.

Έτσι κι απόψε. Μα αυτή την φορά στάθηκα για λίγο. Είχε  μια φυσαρμόνικα , την κρατούσε σαν θησαυρό χωρίς να ξέρει τι να την κάνει.
 Χαμογέλασα.

-Έχεις ένα τσιγάρο?
Κοντοστάθηκα για λίγο.
-Στριφτά μόνο. Να σου κάνω ένα?
Έγνεψε.

Το έφτιαξα γρήγορα και άχαρα, καθώς το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να φύγω. Να χωθώ στο κλουβί μου.
-Ορίστε. Καληνύχτα.
-Θα μου κάνεις λίγη παρέα? Να μέχρι να το καπνίσω.

Μου άνοιξε λίγο την κουβέρτα του , κάνοντας μου χώρο να καθίσω δίπλα του.
Μα δεν μας τα 'μαθαν καλά ,κι εγώ είχα μάθει να γυρνάω το βλέμμα μου αλλού...
 Όταν όμως έκλεισα την πόρτα στο άδειο κλουβί μου για άλλη μια νύχτα ,κατάλαβα.
Δεν ζητιάνευε  λεφτά.
Μια κουβέντα ήθελε, ένα βλέμμα καθαρό, λίγη φωτιά .
Όχι από αυτή που ανάβει τα τσιγάρα.
Αλλά από την άλλη αυτή που ζητιανεύουμε όλοι μας, και δεν χορταίνουμε ακόμα κι αν μας την προσφέρουν απλόχερα.

Αν το σκεφτείς ζητιάνοι είμαστε όλοι.
 Απλώνουμε το χέρι να πέσει λίγη  προσοχή, αγάπη,έρωτας και μια απλή κουβέντα.
 Και πάντα θα ζητάμε λιγάκι παραπάνω.




Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

σε μια σειρά

Παρασκευή βράδυ. Διάθεση για έξω υπό το μηδέν και μια κούπα ζεστό τσάι στο χέρι.
Τα φώτα χαμηλωμένα όπως πάντα, και το τσιγάρο στο τασάκι.
Που και που κάνει έναν ήχο το κινητό, σαν θόρυβος που ενοχλεί την απόλυτη τάξη του χώρου.
Απόψε δεν θα σηκώσω τηλέφωνα.

Κάνω μια γύρα στο απόλυτα τακτοποιημένο ,μετά από πολύ καιρό, σπίτι μου.  Μοιάζουν όλα να είναι τοποθετημένα με σκέψη , τίποτα στην τύχη τίποτα αφημένο έτσι απλά .
Αλήθεια γιατί επιμένουμε στην πλήρη τάξη αφού μας είναι τόσο δύσκολο να την διατηρήσουμε?
Αν το σκεφτείς , χρειάζεσαι χρόνο και ενέργεια για να φτιάξεις μια απόλυτη συμμετρία και ομοιομορφία την οποία μπορείς να διαλύσεις σε λίγα μόνο λεπτά.

Ίσως γιατί ένα συμμαζεμένο και ''τακτικό'' σπίτι , προμηνύει μια εξίσου συμμαζεμένη και τακτική ζωή.  Ίσως γιατί όταν τα πράγματα είναι στο  πάτωμα, ένα κουβάρι μπλεγμένο με την σκόνη της πόλης , δεν θυμάσαι πια τι θέλεις να μαζέψεις , και τι είναι αυτό που δεν σε νοιάζει αν είναι πεταμένο σε μια άκρη. Ενώ όταν όλα μπουν σε μια σειρά, μπορείς να διαλέξεις τί είναι αυτό που τελικά θέλεις να κρατήσεις, να διώξεις, να κρύψεις σε ένα συρτάρι. 'Ισως γιατί ένα χαοτικό σπίτι , σημαίνει και μια μπερδεμένη ψυχή.

Τα συμμαζεμένα σπίτια πάντα μου φαίνονταν άδεια. Βγαλμένα μέσα από σελίδες περιοδικού , χωρίς σημάδι παρουσίας , κρύα και απόμακρα. Είναι σαν την γυναίκα με το κόκκινο κραγιόν , που βάζει για να κρύψει την δίψα των χειλιών της. Όλα στην εντέλεια λοιπόν κι όλα συμμαζεμένα, μα άψυχα και ξένα. Ίσως ένα αποτσίγαρο και λίγη στάχτη θα φανερώσουν πως κάποιος για λίγο πέρασε , να τσαλακώσει λίγο την ομορφιά της τελειότητας.

Κι όταν αυτή η στιγμή περάσει και αδειάσει πάλι το τασάκι, θα μείνει μια αίσθηση καπνού, ίσα που να θυμίσει πως στο σκοτάδι όλα φαίνονται το ίδιο.



Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Παράξενη πόλη

Παράξενη η πόλη τα βράδια.
Γεμίζει μουσικές και χρώματα μπερδεμένα.
Οι άνθρωποι χάνονται σε στενά, σκόρπιοι ή σε παρέες παρατηρώντας ένα όμορφο χάος.
Κρατούν θολά νερά και αχνά τα πρόσωπά τους κρύβονται πίσω από καπνούς και θόρυβο.
Και είναι αλήθεια τόσο καθησυχαστικός ο θόρυβος της νύχτας.
Σε αποτρέπει απτό να σκέφτεσαι αυτό που περισσεύει και αφήνει χώρο μόνο για τα απόλυτα.
Αυτά που σκέφτεσαι μόνο όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Τα φώτα της κίτρινα και θαμπά, πέφτουν πάνω στα υγρά σοκάκια και τίποτα πια δεν θυμίζει τάξη και ασφάλεια.
Κάθε στροφή μια ιστορία κι ένα τραγούδι που μπερδεύεται με τους ήχους του δρόμου.

Τα βράδια οι άνθρωποι τραγουδούν πιο δυνατά.
Χαμογελούν πιο πολύ.
Πίνουν λίγο παραπάνω και όλα μένουν στο ''περισσότερο'', σε αυτό που η ομορφιά της νύχτας επιτρέπει.
Μερικά στόματα πάλι μένουν κλειστά, και τα χέρια στις τσέπες.
Μα είναι αργά και το ποτό θα κρύψει τα απωθημένα ακόμα κι αν τίποτα δεν μπορεί  να μείνει αόρατο για πολύ.
Κάποιες κοπέλες θα χορέψουν σε έναν ρυθμό που θα φωνάζει έρωτα.
Θα κοιτάξουν λοξά για λίγο , και θα χαθούν ξανά σε έναν κόσμο αισθήσεων.
Μερικοί πάλι θα περπατήσουν αγκαλιά με τις παρέες τους, και τους φίλους που πάσχισαν να κρατήσουν.
Εκεί στην γωνία ένα φιλί, κλεμμένο για ένα μόνο δευτερόλεπτο.
Όλα για λίγο θα φαντάζουν εύκολα , αβίαστα σαν αναπνοή.

Και η πόλη ακόμα πιο παράξενη μα και όμορφη ταυτόχρονα , υπόσχεται πολλά με σένα να την ταξιδεύεις.



Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Θεοί ετών 20

Φθινοπώριασε που λες. Βγήκαν και οι φούτερ μαζί με τα κασκόλ, άρχισαν και οι ζεστοί καφέδες.
Νυχτώνει πια απ'τις 7 , και το βράδυ χρειάζεσαι κουβέρτα.

Κάπως έτσι κι εγώ σήμερα με τον ζεστό μου τον καφέ, τον φίλο Παυλίδη να μουρμουρίζει στίχους και το μυαλό οπουδήποτε αλλού εκτός της δουλειάς.
Η τελευταία βδομάδα νομίζω έφυγε σε μια ανάσα.
Έντονη και περίεργη μου άφησε , εκτός από κούραση και ξενύχτια, μια διάθεση για αλλαγή.
Λες και ξαφνικά η ρουτίνα μου , που τόσο αγαπάω να μισώ, δεν υπήρχε σαν επιλογή.
Ψυχαναγκαστική αισιοδοξία των καλεσμένων μου ίσως, οι οποίοι υποστήριζαν με πάθος όλα αυτά που εγώ τόσο καιρό φοβόμουν να πιστέψω και να προσπαθήσω.

Είναι και το άλλο, που όταν έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου που πιστεύει σε σένα, δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις. Σου ανοίγει το μυαλό η τρίτη άποψη, σε κάνει να σκεφτείς έξω απ'τα όρια σου, και να δεις τον εαυτό σου μέσα από μια πιο αντικειμενική σκοπιά.
Γιατί εμείς οι άνθρωποι είμαστε περίεργες ιστορίες. Όταν αγαπάμε ή αγαπιόμαστε ,αμφιβάλλουμε για τα ειπωμένα  και υποθέτουμε σχεδόν πάντα λάθος για τα ανείπωτα.
Φαύλος κύκλος λοιπόν, όπου κανείς δεν λέει αυτό που σκέφτεται , και κανείς δεν πιστεύει αυτό που ακούει.

Στην δεκαετία των 20 είχα διαβάσει κάπου, ο άνθρωπος νοιώθει πιο έτοιμος και σίγουρος από ποτέ, γι αυτό και τα λάθη ή τα σωστά του είναι περισσότερο πιθανό να καθορίσουν την ζωή του.
Νομίζω η έρευνα πιο μακρυά απ'την πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να βρίσκεται.
Τα -φοβάμαι- που έχω πει ή έχω ακούσει την τελευταία βδομάδα σίγουρα είναι πιο πολλά απ'τις καλημέρες.
Είναι ίσως γιατί στα 20 νομίζεις πως είσαι ένας μικρός Θεός και όσα λάθη και αν κάνεις θα καταφέρεις να τα διορθώσεις εγκαίρως.
Εγκαίρως και εν καιρώ , στην ζωή που απλώνεται μπροστά σου, μέσα σε ένα -λίγο ακόμα-.
Πολλές μεγάλες και πληγωμένες καρδιές , με ένα παράπονο που ποτέ δεν κατάλαβαν την σκληρότητα του κόσμου και επέλεξαν να ζουν σε μια δική τους νιρβάνα. Έναν μικρόκοσμο όπου πάντα υπάρχει λίγος ακόμα χρόνος.


Και κάπου εδώ τελείωσε ο καφές μου μαζί με την συνοχή στην σκέψη μου. Ίσως συνεχίσω αργότερα. Ίσως πάλι και όχι.
Αφού λοιπόν ξεχάστηκα , μουρμουρίζει ο φίλος Παύλος , κι εγώ δεν βρίσκω κάτι έξυπνο να γράψω. Θα απολαύσω λοιπόν την τελευταία μου γουλιά , μαζί με το τραγούδι του θέτοντας μόνο μια ερώτηση σε σένα που δεν κυνηγάς τα όνειρά σου.

Γιατί είσαι ακόμα στον καναπέ σου?








Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Μια Δευτέρα

Από Δευτέρα ΘΑ κόψω το κάπνισμα.
Από Δευτέρα ΘΑ ξεκόψω.
Από Δευτέρα ΘΑ προσπαθήσω.
Από Δευτέρα ΘΑ ζήσω.

Από Δευτέρα όμως.
Σήμερα άφησέ με.
Άσε με να πιάσω πάτο.
Να καπνίσω και να νιώσω βρώμικη.
Μια Δευτέρα όλη μου η ζωή.
πάντα η επόμενη.
στο -θα-  που έσκισε το τώρα
σε αυτό ας πιούμε μια σιωπή.
Πνιγμένο το συναίσθημα σε μια αναμονή
τελειωμένο στην ασχήμια μιας Δευτέρας.
φεύγω μια στιγμή για να γυρίσω χίλιες άλλες.
Απόψε ποντάρω στο λίγο ακόμα.
Το λίγο το δικό σου και το ακόμα άλλης μιας μέρας.
Κι αν τα χάνω όλα σε στιγμές
θα τζογάρω μέχρι μια Δευτέρα.
Κι όταν το -μία- γίνει -αυτή-
με χαμόγελο θα σηκωθώ απ'το τραπέζι
θα πιω μια τζούρα τελευταια
απ'το τσιγάρο μου,
από σένα,
απ'την στιγμή που τελείωσε,
και θα φύγω.

Μια Δευτέρα.....