Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

μια παλια φωτογραφία

Κάθισα σήμερα να ξεσκονίσω μια βιβλιοθήκη σκέτο χάος.
Μουσικούλα χαλαρή,ο καφές στο πλάι , το τσιγάρο στο στόμα και στα χέρια ατελείωτα βιβλία και ημερολόγια.
Ημερολόγια από το γυμνάσιο μέχρι σήμερα μουτζουρωμένα με πολύχρωμα μολύβια. 
Θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει προσπαθώντας να κρατήσει τις μέρες ζωντανές , να ξεπηδούν μέσα απτο χαρτί γεμίζοντας τον χώρο αναμνήσεις.

Άνοιξα τυχαία  μια σελίδα.
 Είχα κολλημένη εκεί μια φωτογραφία.
Ανάμεσα σε άλλα 4 πρόσωπα διέκρινα εμένα. Χαρούμενη , αφημένη στην αγκαλιά μιας φίλης που τώρα δεν λέμε ούτε καλημέρα.
Τότε ένιωθα πως ανήκω εκεί. Πως είχα μια θέση δικιά μου να κουρνιάζω, να λέω πως όλα θα πάνε καλά.
Τώρα είναι απλά μια παλιά φωτογραφία.Τα πρόσωπα ξένα , ακόμα και το δικό μου. Θαμπή και ξεθωριασμένη από τα χρόνια που περάσανε και φύγανε μαζί με τα συναισθήματα. 
Πασχίζω να θυμηθώ πως είναι να νιώθεις εκείνη την ασφάλεια του λυκείου.
Που πιστεύεις ότι ο κόσμος είναι στα πόδια σου , και οι φιλίες σου σταθερές και καίριες , θα σε στηρίξουν για να ονειρευτείς έναν καλύτερο κόσμο.
Να ονειρευτείς και να τον πλάσεις σαν μια δικιά σου ιστορία.

Γιατί έχουμε γίνει τόσο κυνικοί ρε γαμώτο?
Γεμίζουμε παρέες και αδειάζουμε  φιλίες.
Ζούμε την ζωή μας για το check in και ξεχνάμε να κοιτάξουμε απτο παράθυρο. 
Ντρεπόμαστε να αγαπήσουμε , νιώθουμε ένοχοι που δεν καταφέραμε να συμβαδίσουμε με το λίγο του κόσμου μας.
Κι αν καμιά φορά το τηλέφωνο χτυπήσει, κάνουμε πως δεν το ακούσαμε μην τυχόν και μας βγει καμιά αληθινή κουβέντα και πέσει για λίγο η μάσκα.
Αυτή η μάσκα που κοντεύει ένα να γίνει με το πρόσωπο σε μια έκφραση κοινή και αδιάφορη.

Μα κι αν ο κόσμος γυρίσει τούμπα, εγώ θα σου πω να συνεχίσεις να τον πιστεύεις, και να παλεύεις μέχρι να μην έχει μείνει πετραδάκι δίπλα σου άθικτο.
Κι αν όλα πάνε στράφι στο τέλος, και μείνει μόνο μια παλιά θαμπή φωτογραφία που ξέρεις....
Μια αγκαλιά τρυφερή απ'το πουθενά κι ένας στίχος μπορεί να είναι αρκετά για να χτιστεί ο κόσμος. 
Αληθινός.
Κι απ'την αρχή.





Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Ένοχος

Έχεις ουρλιάξει ποτέ με όλη σου την δύναμη χωμένος σ' ένα μαξιλάρι;
Τόσο που να μην ακούς πια την φωνή σου, μα μια κραυγή απόγνωσης από κάπου μακρυά, πιο πολύ κι από σένα.
Πάντα κλεφτά, πάντα ήσυχα, να μην ακούσει η γειτονιά.
Έχεις πνιγεί ποτέ με τις ίδιες σου τις λέξεις;
Αυτές που ποτέ δε βγήκαν, γιατί δε θέλησαν, ή ίσως δεν τις άντεξες μασώντας τες δειλά μέσα σε μια κουβέντα.
Έχεις νιώσει ποτέ ότι δεν ανήκεις στο χώρο που βρίσκεσαι;
Να κοιτάς χωρίς να βλέπεις και γύρω σου τίποτα οικείο.
Μόνο οι άνθρωποι που τόσο αγάπησες να χάνονται αχνά στο θολό, παντάξενο τοπίο. Περαστικοί αδιάφοροι, άχρωμοι, αόρατοι.

Έχεις χαλάσει ποτέ μια μέρα σ' ένα τίποτα;

Εχεις πει ποτέ τις λέξεις μοναξιά και φόβος, χωρίς να σου τρυπάνε τα σωθικά;
Σιχάθηκες ποτέ τον εαυτό σου που μπόρεσε έστω και για ένα δευτερόλεπτο ν' αρνηθεί ζωή;
Σιώπησες ποτέ με κατεβασμένο βλέμμα γιατί δεν άντεξες να δεις την αλήθεια;
Έφυγες ποτέ με βήμα γρήγορο, ενοχικό, χωρίς να κοιτάξεις πίσω;

Πες μου εσύ που τόσο καυχιέσαι πως ξέρεις τάχα να ζεις.
Έχεις αλήθεια ποτέ σου ντραπεί για μια σου πράξη;
Έχεις ποτέ μετανιώσει για ένα χαμένο σ' αγαπώ;

Πες μου αλήθεια
Έχεις ποτέ σου κάνει ένα λάθος;