Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Απ' την αρχή

Γράφει η Μήτση Αδάμ.

Η όραση μου είναι θολή, περιμένω λίγα λεπτά μήπως ξεκαθαρίσει η εικόνα μπροστά μου. Είμαι μόνη μου σε ένα γκρίζο δρόμο. Έχει συννεφιά. Για ένα περίεργο λόγο νιώθω στεναχώρια. Μπροστά μου είναι αραδιασμένες αποσκευές. Η παρουσία τους, αίσθηση που με κυριεύει. Από κάπου μακριά πλησιάζει καταιγίδα. Στέκομαι με τα πράγματα γύρω μου. Αναρωτιέμαι με μία δόση οργής, γιατί αυτές οι τσάντες να ορίζουν την πορεία μου. Τις ανοίγω με μανία! Άμμος, παντού άμμος. Μα πως όλη μου η ζωή να είναι πετραδάκια; Πάντα μια μετριότητα έχει μια θέση στα ξένα μου. Ούτε μία λάμψη μέσα σε εκείνες τις ρημάδες τις πέτρες. Η καταιγίδα όλο και πλησιάζει, ακούω τις βροντές. Ο αέρας ανακατεύει τα μαλλιά μου, με τυφλώνουν και τα σπρώχνω νευρικά με τα χέρια μου. Μένω στην ίδια θέση, να κοιτάζω τα σακιά. Στέκομαι μέσα στο λευκό μου φόρεμα εξοργισμένη. Θαρρείς ο κόσμος γύρω μου συγχρονίζεται με τα αισθήματά μου. Ξεκινάει να βρέχει. Μανιασμένες θύελλες και νερό. Νερό και χώμα. Το χώμα μου, η βρωμιά μου, στέκεται εκεί ανάμεσά μου, σαν απολογισμός. Τόσα χρόνια να μην πατάω στα πόδια μου. Να ψάχνω στα χαμένα μου, φως από ξένους. Ο θυμός μου δυναμώνει και η βροχή ακολουθεί πιστά. Ξαφνικά πέφτει μία αστραπή! 
Ολάκερος ο ουρανός φωτίζεται. 
Μα τι κάνω; Γιατί κοιτάζω κάτω; Μέτρια, μισά, ολόκληρα ό, τι έκανα έχει τελειώσει.Έγινε άμμος. 
Και το νερό που τώρα ταξιδεύει στο κορμί μου; 
Άδικος κόπος. χάθηκε σαν τα προηγούμενα.
Τι θα γίνει με τις αστραπές πίσω μου; 
Φοβάμαι. 
Φοβάμαι και οργίζομαι.
Όχι πάλι. Φτάνει!! 
Κλωτσάω τα σακιά μου με δύναμη. Μένουν εκεί ακούνητα.
Ας γίνει ότι θέλει. Κάτω δεν ξανακοιτάζω. 
Τα αστέρια μου είναι ψηλά. Θα τα φτάσω και θα στροβιλιστώ επιτέλους στη δική μου τροχιά.


Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Πες αύριο

Πόσο μόνος τελικά μπορείς να νιώσεις
ανάμεσα σε τόσους οικείους.

Πόσο ξένος δίπλα σε αυτά που ξέρεις καλά.

Κλείσε το φως.
Αύριο πες, αύριο.

Πάντα για ένα αύριο, αξίζει να κλείνουμε τα μάτια.

Έλα μην κλαις.
Αύριο πες.

Αύριο.




Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Μετακόμιση

Ξέρεις, τα τέλη υπάρχουν για να μας θυμίζουν την αρχή.

Την αρχή που, τότε, δεν σκεφτόσουν πως ένα τέλος κάποτε θα έρθει.

Τώρα έχεις ένα σωρό από κούτες και σακούλες σκουπιδιών να σου θυμίζουν τη διορία σου.

Μια και σήμερα.
Καμία και σήμερα.

Σκόνη παντού. Και αναμνήσεις.

Αναμνήσεις που ξεριζώνεις από τους τοίχους, τις θάβεις σε σκούρες μεγάλες κούτες και τις αφήνεις για λίγο στην άκρη.

Και οι κούτες γίνονται δυο και τρεις και οχτώ και οι αναμνήσεις χιλιάδες.

Ξέρεις αγαπώ τον σπασμένο μου καναπέ, γιατί δε με άφηνες ποτέ να κάτσω στην σπασμένη πλευρά.

Και η χαρακιά στο τραπέζι, είναι από τα κεριά που προσπάθησα να ξύσω τότε που κοντέψαμε να κάνουμε το σπίτι ολοκαύτωμα.

Όλα αυτά τα χρώματα, θα γίνουν μια μέρα ένα αδιάφορο άσπρο, μα εμείς θα ξέρουμε πως εκείνος ο τοίχος ήταν κάποτε μοβ, γιατί ήμασταν αρκετά τρελοί για να τον βάψουμε.

Και το μπαλκόνι... Το μπαλκόνι έχει τη δική του ιστορία. Την δική του γωνία που κρατήσαμε για μας.

Κι αν καμιά φορά πίνουμε πια καφέ σε άλλα μπαλκόνια, εκείνο πάντα θα εμφανίζεται κάπου στο μυαλό, να μας θυμίζει κάτι πρωινά που δε θέλαμε να γίνουν μεσημέρια.

Όλη μου η ζωή, μου είπες χθες, βρισκόταν πια σε ένα στρώμα.

Κι εγώ κοίταξα γύρω μου, σταματώντας το βλέμμα μου πάνω σου.

Όλη μου η ζωή σε ένα στρώμα.

Ογδονταπέντε τετραγωνικά, δες πως περίσσευαν σε έναν χώρο δυο επί δυο.

Και φάνηκε ξαφνικά, η πιο πλήρης εκδοχή της ζωής που μπορούσα ποτέ να φανταστώ.







Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Χορεύουμε;

Σκέψου κάτι κίτρινο. Κάτι γκρίζο.
Σκέψου κάτι αποπνικτικό, σαν ένα μεσημέρι του Αυγούστου.

Τώρα σκέψου πεζοδρόμια, φαντάσου κτίρια να ορθώνονται δεξιά κι αριστερά σου.
Νιώσε την ασφυξία, το ανύπαρκτο οξυγόνο στην ατμόσφαιρα.

Και τώρα, άκου.
Άκου εκείνο το βιολί στην απέναντι γωνία.

Μην κοιτάς, μόνο άκου.
Ακούγεται σαν ευτυχία.

Και πια δεν υπάρχει κίτρινο. Μόνο λευκό.

Και δυο πόδια χορεύουν κι άλλα δυο ακολουθούν.

Τέσσερα χείλη χαμογελάνε, δυο μάτια δακρύζουν.

Μια καρδιά χτυπάει λίγο πιο δυνατά.
Όμορφοι οι αριθμοί όταν πολλαπλασιάζονται από αγάπη.

Το βιολί συνεχίζει.
Άνοιξε τα μάτια σου.

Τώρα πια δε χρειάζεται να φαντάζεσαι.
Είναι όλα πιο όμορφα.

Χορεύουμε;










Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Άλλο ρήμα

Φοβάμαι το θόρυβο που κάνουν οι μαύρες σκληρές δερμάτινες αρβύλες.

Φοβάμαι τη σιωπή σε ένα πολυσύχναστο δρόμο.

Φοβάμαι τα κατεβασμένα κεφάλια των περαστικών.

Φοβάμαι το σκοτάδι και την κίτρινη λάμπα που τρεμοπαίζει.

Φοβάμαι εκείνο το τεράστιο δέντρο απέναντι από το σπίτι μου που μέρα με τη μέρα μαραζώνει.

Φοβάμαι τα άδεια μου μηνύματα, φοβάμαι όταν το τηλέφωνο χτυπάει.

Φοβάμαι όταν συνηθίζω, φοβάμαι όταν αλλάζω. Φοβάμαι σε κάθε μου "γιατί".

Φοβάμαι το φόβο, την ελπίδα, το χθες, το σήμερα, τη ζωή, τον έρωτα, τις κοφτές ανάσες, τα μεγάλα λόγια, τις φωνές, τη βία, την σιωπή, τα ύψη, εμένα, εσένα, το μαζί, την ελπίδα, την ελπίδα.

Φοβάμαι την ελπίδα.

Φοβάμαι, γιατί ποτέ κανένας δε μου έμαθε να βάζω άλλο ρήμα μπροστά από τις λέξεις.


Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Βρεγμένα παπούτσια

Θέλω μια βόλτα στη βροχή.

Βράδυ. Μεσάνυχτα, ή και πιο αργά ακόμα.

Να με κρατάς και να γελάμε.

Να γελάμε.

Κάπου χωρίς υπόστεγα.

Δυο ζευγάρια βρεγμένα παπούτσια δίπλα δίπλα.

Nα κοίτα ψιχαλίζει!

Έρχεσαι;











Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Για σένα

Για σένα που αγγίζεις τις χορδές της κιθάρας σα να ήταν η πιο όμορφη γυναίκα.

Για σένα που κλείνεις τα μάτια σου όταν τραγουδάς, μην μπει κανένας ανάμεσα σε σένα και την μουσική σου.

Για σένα που ξύπνησες μια φωνή που τόσο καιρό κοιμόταν, για σένα που γεννήθηκαν στίχοι και μελωδίες, που γεννήθηκαν τα δικά μας τραγούδια. Δικά μας. Δες το τι όμορφο που φαίνεται. Κανένας δεν μπορεί να μας το πάρει.

Για σένα που είσαι ρεμπέτης, με μια έννοια που πολλοί ποτέ δε θα καταλάβουν.

Για σένα που νοιάζεσαι πιο πολύ απ' ότι δείχνεις, για σένα που έμαθες επιτέλους τι σημαίνουν οι αγκαλιές.

Για σένα που μαθαίνεις τι σημαίνει να ζεις. Για σένα που δειλά δειλά μαθαίνεις να συγχωρείς τον εαυτό σου.

Για όλα αυτά που έχεις ακόμα να δεις, γιατί δεν τα παράτησες στη μέση.

Για σένα με τα ματωμένα δάχτυλα και τα καθαρά μάτια.

Για σένα που κέρδισες μια φίλη, για μένα που κέρδισα εσένα.

Για μας και όλα αυτά που γίναμε.

Για μας.

Ξέρεις εσύ.









Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ένας τρελός τρελός και όμορφος κόσμος



Ήρθα να σου πω πως φτάνει.

Φτάνει πια να κατεβάζεις τα μάτια σου στο πάτωμα. Ξέρεις είναι αστείο να κάθεσαι να κλαις για κάτι που τελείωσε.

Η ζωή προχωράει. Να τη στέκεται μπροστά σου, πως γίνεται να μην τη βλέπεις!

Είναι στον αέρα που παγωμένος σου ξηραίνει τα χέρια. Μην τα βάλεις πάλι στην τσέπη σου. Άστον να σε ταξιδέψει. Φέρνει μαζί του μπαχαρικά απ' τις Ινδίες και σκόνη απ' την Αφρική. Φέρνει μνήμες, να σαν εκείνα τα καράβια που φαίνονται στον ορίζοντα. Δες τι όμορφα που είναι έτσι με τα  φώτα τους να τρέμουν στο νερό. Στολίδια της θάλασσας, μυστήρια και μαγικά, θα φύγουν για κάποιον τόπο για να γυρίσουν μετά και πάλι εδώ.

Δες τον ουρανό που ξαφνικά αγρίεψε, θέριεψε στο γκρίζο του. Σου θυμίζει πόσο μικρός είσαι μπροστά στο ατελείωτο σύμπαν.

Κοίτα τα παιδιά που τρέχουν και γελούν παιχνιδιάρικα κρατώντας το χέρι των γονιών τους. Ένα τόσο δα μικρό χεράκι, σχεδόν γυάλινο, δες πως ρουφάει τη ζωή.

Δες την καύτρα του τσιγάρου σου πως καίει σαν τις πιο βαθιές σου επιθυμίες.

Δες διάολε, κοίτα! Κοίτα!

Μην κλείνεις τα μάτια σου. Μην αφήνεις τόσα θαύματα να περνάνε δίπλα σου χωρίς να τα ακουμπήσεις. Δες τον τρελό αυτό κόσμο πως αλλάζει συνεχώς, δες πόση πλάκα έχει να τον ανακαλύπτεις.

Δεν έχουμε μάθει να κοιτάμε οι άνθρωποι και γέμισε ο κόσμος μοναξιά.

Δες για να δω μετά κι εγώ μέσα στα μάτια σου, μια ευτυχία που χωράει στο χαμόγελο σου.
Το χαμόγελο που συμπληρώνει με απόλυτη αρμονία αυτόν τον τρελό τρελό και όμορφο κόσμο.




Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Προσωπογραφία

Γράφει η Μήτση Αδάμ.

Η ψυχή μου ένα σουρωτήρι σκόνης, ένα άδειο απάνεμο λιμάνι του έρωτα
Το μυαλό μου ψάχνει να βρει λογική ανάμεσα στις στάχτες
Ένας χαρακτήρας τόσο περίεργα και μοναδικά σμιλεμένος, όπως κάθε άλλος που γνωρίζεις
Νομίζεις πως λάμπω
Κι εγώ έτσι νομίζω
Ένα φως αλλιώτικο με χρώμα μενεξεδένιο ή αυτό το άλλο που το έχω μόνο εγώ
Ένας, κατά τα φαινόμενα ασυννέφιαστος ουρανός
Έτσι δείχνω
Τα αστέρια μου είναι αλλιώτικα απ΄αυτά που έχουμε ξαναδεί, ιδιαίτερα
Δεν τα ξεχωρίζεις με την πρώτη
Ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις, εκπέμπουν μια λάμψη!
Και τότε ο άγνωστος εαυτός μου βγαίνει για κυνήγι, στα άπιαστα να βάλει στόχο
Να χαλάει τον κόσμο μου
Το μόνο που αφήνει είναι βρώμα, βρώμα και στάχτη
Τα μαζεύω μόνη
Τώρα κατάλαβες ότι είσαι άδεια;
Πως γίνεται να μπερδεύεις τ΄αστέρια σου με αποδημητικά πουλιά;
Έχω ανάγκη για ένα χέρι
Να μπορέσω να πορευθώ στις φουρτουνιασμένες μου καλημέρες
Μα πως να μοιραστώ τις στάχτες μου με κάποιον;
Εδώ καλά-καλά δεν έχω αγαπήσει η ίδια τα δικά μου χαλάσματα
Κι έρχεσαι εσύ
Μου λες παρ' τη ζωή μου, στη χαρίζω
Τι να την κάνω άνθρωπέ μου!
Εδώ τη δική μου στάχτη δε μπορώ να αποτινάξω
Μου πετάς σύννεφα, θολώνουν την όραση μου
Φύγε!
Δεν έχω να σου δώσω κάτι
Σταμάτα να παλεύεις
Τζάμπα σε βασανίζω.